- χαμαίγειρον
- χαμ-αίγειρον, τό,A = βήχιον, Ps.-Dsc.3.112.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαίγειρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαίγειρον — τὸ, Α το φυτό βήχιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + αἴγειρος, ονομ. δέντρου] … Dictionary of Greek